πριστός

πριστός
πριστός, ή, όν,
A sawn,

ἐλέφας Od.18.196

, 19.564;

π. λόγχης ῥινήματα E.Fr.724

; λίθος, of marble, J.AJ8.5.2; of a comb,

π. ψήκτρης κνῆσμα AP6.233

(Maec.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πριστός — sawn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστός — ή, ό / πριστός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος 2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός αρχ. 1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει 2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» στιλβωμένο ελεφάντινο οστό,… …   Dictionary of Greek

  • πριστόν — πριστός sawn masc acc sg πριστός sawn neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοῖς — πριστός sawn masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοῖσι — πριστός sawn masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοί — πριστός sawn masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστοῦ — πριστός sawn masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστή — πριστός sawn fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστῶ — πριστός sawn masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πριστῷ — πριστός sawn masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόπριστος — νεόπριστος, ον (Α) (επικ. τ.) αυτός που πριονίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πριστος (< πρίω «πριονίζω»), πρβλ. εύ πριστος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”